οικετικον

οικετικον
    οἰκετικόν
    τό слуги и рабы, прислуга, челядь Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οικετικον" в других словарях:

  • οἰκετικόν — οἰκετικός of masc acc sg οἰκετικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… …   Dictionary of Greek

  • υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»